αντιφρονών
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιφρονών & αντιφρονούντας |
η | αντιφρονούσα | το | αντιφρονούν |
| γενική | του | αντιφρονούντος & αντιφρονούντα |
της | αντιφρονούσας & αντιφρονούσης* |
του | αντιφρονούντος |
| αιτιατική | τον | αντιφρονούντα | την | αντιφρονούσα | το | αντιφρονούν |
| κλητική | αντιφρονών & αντιφρονούντα |
αντιφρονούσα | αντιφρονούν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιφρονούντες | οι | αντιφρονούσες | τα | αντιφρονούντα |
| γενική | των | αντιφρονούντων | των | αντιφρονουσών | των | αντιφρονούντων |
| αιτιατική | τους | αντιφρονούντες | τις | αντιφρονούσες | τα | αντιφρονούντα |
| κλητική | αντιφρονούντες | αντιφρονούσες | αντιφρονούντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- αντιφρονούντας, -ούσα, -ούν
Συνώνυμα
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιφρονών | οι | αντιφρονούντες |
| γενική | του | αντιφρονούντος | των | αντιφρονούντων |
| αιτιατική | τον | αντιφρονούντα | τους | αντιφρονούντες |
| κλητική | αντιφρονών | αντιφρονούντες | ||
| Δείτε και «ο αντιφρονούντας» με κατάληξη της δημοτικής. | ||||
| Κατηγορία όπως «αντιφρονών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αντιφρονών < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής αντιφρονών
Ουσιαστικό
αντιφρονών αρσενικό (θηλυκό αντιφρονούσα)[2])
- (πολιτική) ο αντίθετος με το καθεστώς, ιδιαίτερα ο αντίθετος με τα πρώην ή νυν κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας
- ※ Μεγάλες πιθανότητες να κατακτήσει το Νομπέλ Ειρήνης -παρά τις διαμαρτυρίες της Κίνας- έχει, σύμφωνα με προβλέψεις, ο φυλακισμένος Κινέζος αντιφρονών Λιου Σιαομπό (εφημερίδα Καθημερινή, 1 Οκτωβρίου 2010)
- αντιφρονούντας (με κατάληξη της δημοτικής)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αντιφρονών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.