διαφωνών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφωνών
& διαφωνούντας
η διαφωνούσα το διαφωνούν
      γενική του διαφωνούντος
& διαφωνούντα
της διαφωνούσας
& διαφωνούσης*
του διαφωνούντος
    αιτιατική τον διαφωνούντα τη διαφωνούσα το διαφωνούν
     κλητική διαφωνών
& διαφωνούντα
διαφωνούσα διαφωνούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφωνούντες οι διαφωνούσες τα διαφωνούντα
      γενική των διαφωνούντων των διαφωνουσών των διαφωνούντων
    αιτιατική τους διαφωνούντες τις διαφωνούσες τα διαφωνούντα
     κλητική διαφωνούντες διαφωνούσες διαφωνούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαφωνών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφωνῶν του διαφωνῶ (διαφωνέω). [1] Ή σχηματισμός κατά το αντίθετο «συμφωνών».[2]
Και ουσιαστικοποιημένη μετοχή.

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.foˈnon/
παλιότερος συλλαβισμός: διαφωνών

Μετοχή

διαφωνών, -ούσα, -ούν

Αντώνυμα

  • συμφωνών

Ουσιαστικό

διαφωνών αρσενικό ιδίως στον πληθυντικό

  • που διαφωνεί
    Οι διαφωνούντες να αποχωρήσουν από την αίθουσα.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. διαφωνών - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. διαφωνών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.