αντιστήριγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντιστήριγμα | τα | αντιστηρίγματα |
| γενική | του | αντιστηρίγματος | των | αντιστηριγμάτων |
| αιτιατική | το | αντιστήριγμα | τα | αντιστηρίγματα |
| κλητική | αντιστήριγμα | αντιστηρίγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιστήριγμα < (ελληνιστική κοινή) ἀντιστήριγμα < αρχαία ελληνική στήριγμα < στηρίζω
Ουσιαστικό
αντιστήριγμα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή κατασκευή που στηρίζει ένα οικοδόμημα
- (μεταφορικά) υποστήριξη, στήριγμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υποστηρίζω και στηρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.