αντιστύλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιστύλι τα αντιστύλια
      γενική
    αιτιατική το αντιστύλι τα αντιστύλια
     κλητική αντιστύλι αντιστύλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιστύλι < μεσαιωνική ελληνική αντιστύλι < αντι- + στύλος

Ουσιαστικό

αντιστύλι ουδέτερο

  • αντιστήριγμα
      Ο Ανατόλ Φρανς ανήκει σε κείνες τις σπάνιες μορφές που διακρίθηκαν μέσα στην παγκόσμια ιστορία των Γραμμάτων, που ανήλθαν στις ύψιστες κορφές, ξεκινώντας σαν μοναχικά δέντρα, στην έρημο, δίχως αντιστύλι. (Έλλη Αλεξίου (1975) Ανατόλ Φρανς [δοκίμιο])

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.