αντινομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντινομία οι αντινομίες
      γενική της αντινομίας των αντινομιών
    αιτιατική την αντινομία τις αντινομίες
     κλητική αντινομία αντινομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντινομία < (ελληνιστική κοινή) ἀντινομία ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) antinomie)

Ουσιαστικό

αντινομία θηλυκό

  1. η ασυμφωνία δύο νόμων ή δύο άρθρων ενός νόμου
  2. η αντίθεση των σκέψεων και πράξεων ενός ατόμου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.