αντινομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντινομία | οι | αντινομίες |
| γενική | της | αντινομίας | των | αντινομιών |
| αιτιατική | την | αντινομία | τις | αντινομίες |
| κλητική | αντινομία | αντινομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντινομία < (ελληνιστική κοινή) ἀντινομία ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) antinomie)
Ουσιαστικό
αντινομία θηλυκό
- η ασυμφωνία δύο νόμων ή δύο άρθρων ενός νόμου
- η αντίθεση των σκέψεων και πράξεων ενός ατόμου
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.