ἀντινομία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντινομί αἱ ἀντινομίαι
      γενική τῆς ἀντινομίᾱς τῶν ἀντινομιῶν
      δοτική τῇ ἀντινομί ταῖς ἀντινομίαις
    αιτιατική τὴν ἀντινομίᾱν τὰς ἀντινομίᾱς
     κλητική ! ἀντινομί ἀντινομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντινομί
γεν-δοτ τοῖν  ἀντινομίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀντινομία < ἀντί + -νομία

Ουσιαστικό

ἀντινομία θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) (νομικός όρος) νομική ασάφεια
  2. (ελληνιστική κοινή) (νομικός όρος) σύγκρουση αντιφατικών νόμων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.