conflict

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
conflict conflicts

conflict (en)

  1. σύγκρουση (πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία)
  2. σύγκρουση (αναντιστοιχία, ασυμβατότητα)

Ρήμα

ενεστώτας conflict
γ΄ ενικό ενεστώτα conflicts
αόριστος conflicted
παθητική μετοχή conflicted
ενεργητική μετοχή conflicting

conflict (en)

  1. διίσταμαι, συγκρούομαι
  2. αντικρούομαι
  3. αντιφάσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.