antinomy

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

antinomy < (άμεσο δάνειο) γερμανική Antinomie < λατινική antinomia < αρχαία ελληνική ἀντινομία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ænˈtɪnəmi/
 

Ουσιαστικό

antinomy (en)

  1. αντινομία
  2. παράδοξο
  3. (λογική) αντινομία, παράδοξο

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

  • antinomy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. antinomy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.