αντίζηλος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

αντίζηλος < (ελληνιστική κοινή) ἀντίζηλος < ἀντί + αρχαία ελληνική ζῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yeh₂-

Επίθετο

αντίζηλος, -η (-ος), -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντίζηλος οι αντίζηλοι
      γενική του/της
του
αντιζήλου
αντίζηλου
των αντιζήλων
    αιτιατική τον/την αντίζηλο τους/τις
τους
αντιζήλους
αντίζηλους
     κλητική αντίζηλε αντίζηλοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Δείτε και την κλίση του θηλυκού: η αντίζηλη.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αντίζηλος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αντίζηλη)

  1. αντίζηλος, αντίπαλος, ανταγωνιστής
  2. αντεραστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.