ανταγωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανταγωνίζομαι < αρχαία ελληνική ἀνταγωνίζομαι < ἀντί ἀγωνίζομαι < ἀγών < ἄγω
Ρήμα
ανταγωνίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- αγωνίζομαι κάποιον ή κάποια ομάδα, προσπαθώντας να επικρατήσω, να νικήσω
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανταγωνίζομαι | ανταγωνιζόμουν(α) | θα ανταγωνίζομαι | να ανταγωνίζομαι | ||
| β' ενικ. | ανταγωνίζεσαι | ανταγωνιζόσουν(α) | θα ανταγωνίζεσαι | να ανταγωνίζεσαι | (ανταγωνίζου) | |
| γ' ενικ. | ανταγωνίζεται | ανταγωνιζόταν(ε) | θα ανταγωνίζεται | να ανταγωνίζεται | ||
| α' πληθ. | ανταγωνιζόμαστε | ανταγωνιζόμαστε ανταγωνιζόμασταν |
θα ανταγωνιζόμαστε | να ανταγωνιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανταγωνίζεστε | ανταγωνιζόσαστε ανταγωνιζόσασταν |
θα ανταγωνίζεστε | να ανταγωνίζεστε | (ανταγωνίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ανταγωνίζονται | ανταγωνίζονταν ανταγωνιζόντουσαν |
θα ανταγωνίζονται | να ανταγωνίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανταγωνίστηκα | θα ανταγωνιστώ | να ανταγωνιστώ | ανταγωνιστεί | ||
| β' ενικ. | ανταγωνίστηκες | θα ανταγωνιστείς | να ανταγωνιστείς | ανταγωνίσου | ||
| γ' ενικ. | ανταγωνίστηκε | θα ανταγωνιστεί | να ανταγωνιστεί | |||
| α' πληθ. | ανταγωνιστήκαμε | θα ανταγωνιστούμε | να ανταγωνιστούμε | |||
| β' πληθ. | ανταγωνιστήκατε | θα ανταγωνιστείτε | να ανταγωνιστείτε | ανταγωνιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ανταγωνίστηκαν ανταγωνιστήκαν(ε) |
θα ανταγωνιστούν(ε) | να ανταγωνιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανταγωνιστεί | είχα ανταγωνιστεί | θα έχω ανταγωνιστεί | να έχω ανταγωνιστεί | ανταγωνισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανταγωνιστεί | είχες ανταγωνιστεί | θα έχεις ανταγωνιστεί | να έχεις ανταγωνιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανταγωνιστεί | είχε ανταγωνιστεί | θα έχει ανταγωνιστεί | να έχει ανταγωνιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανταγωνιστεί | είχαμε ανταγωνιστεί | θα έχουμε ανταγωνιστεί | να έχουμε ανταγωνιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανταγωνιστεί | είχατε ανταγωνιστεί | θα έχετε ανταγωνιστεί | να έχετε ανταγωνιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανταγωνιστεί | είχαν ανταγωνιστεί | θα έχουν ανταγωνιστεί | να έχουν ανταγωνιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.