ανορθώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανορθώτρια οι ανορθώτριες
      γενική της ανορθώτριας των ανορθωτριών
    αιτιατική την ανορθώτρια τις ανορθώτριες
     κλητική ανορθώτρια ανορθώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανορθώτρια < ανορθωτής + -τρια

Ουσιαστικό

ανορθώτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  ανορθωτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.