ανορθωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανορθωτικός η ανορθωτική το ανορθωτικό
      γενική του ανορθωτικού της ανορθωτικής του ανορθωτικού
    αιτιατική τον ανορθωτικό την ανορθωτική το ανορθωτικό
     κλητική ανορθωτικέ ανορθωτική ανορθωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανορθωτικοί οι ανορθωτικές τα ανορθωτικά
      γενική των ανορθωτικών των ανορθωτικών των ανορθωτικών
    αιτιατική τους ανορθωτικούς τις ανορθωτικές τα ανορθωτικά
     κλητική ανορθωτικοί ανορθωτικές ανορθωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ανορθωτικός < ανορθώνω + -τικός
  2. ανορθωτικός < ανορθωτής + -τικός

Επίθετο

ανορθωτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την ανόρθωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ηλεκτρολογία) που έχει σχέση με τον ανορθωτή ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.