ανορθωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανορθωτής | οι | ανορθωτές |
| γενική | του | ανορθωτή | των | ανορθωτών |
| αιτιατική | τον | ανορθωτή | τους | ανορθωτές |
| κλητική | ανορθωτή | ανορθωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανορθωτής < (ελληνιστική κοινή) ἀνορθωτής (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική redresseur)
Ουσιαστικό
ανορθωτής αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.