ανορθωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανορθωτής οι ανορθωτές
      γενική του ανορθωτή των ανορθωτών
    αιτιατική τον ανορθωτή τους ανορθωτές
     κλητική ανορθωτή ανορθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανορθωτής < (ελληνιστική κοινή) ἀνορθωτής (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική redresseur)

Ουσιαστικό

ανορθωτής αρσενικό

  1. αυτός που ανορθώνει ή συμβάλλει στην ανόρθωση
    θηλυκό ανορθώτρια
     συνώνυμα: επανορθωτής
  2. (ηλεκτρολογία) συσκευή που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.