ανασηκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανασηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασηκώνω < αρχαία ελληνική ἀνασηκόω - ἀνασηκῶ
Ρήμα
ανασηκώνω (παθητικό: ανασηκώνομαι)
- σηκώνω ελαφρά
- Είμαι σίγουρη ότι Θα βρεις το κινητό σου άμα ανασηκώσεις τις κάλτσες που πέταξες στο κρεβάτι ή το παντελόνι που πέταξες στον καναπέ ή το σακάκι που πέταξες στην πολυθρόνα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανασηκώνω | ανασήκωνα | θα ανασηκώνω | να ανασηκώνω | ανασηκώνοντας | |
| β' ενικ. | ανασηκώνεις | ανασήκωνες | θα ανασηκώνεις | να ανασηκώνεις | ανασήκωνε | |
| γ' ενικ. | ανασηκώνει | ανασήκωνε | θα ανασηκώνει | να ανασηκώνει | ||
| α' πληθ. | ανασηκώνουμε | ανασηκώναμε | θα ανασηκώνουμε | να ανασηκώνουμε | ||
| β' πληθ. | ανασηκώνετε | ανασηκώνατε | θα ανασηκώνετε | να ανασηκώνετε | ανασηκώνετε | |
| γ' πληθ. | ανασηκώνουν(ε) | ανασήκωναν ανασηκώναν(ε) |
θα ανασηκώνουν(ε) | να ανασηκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανασήκωσα | θα ανασηκώσω | να ανασηκώσω | ανασηκώσει | ||
| β' ενικ. | ανασήκωσες | θα ανασηκώσεις | να ανασηκώσεις | ανασήκωσε | ||
| γ' ενικ. | ανασήκωσε | θα ανασηκώσει | να ανασηκώσει | |||
| α' πληθ. | ανασηκώσαμε | θα ανασηκώσουμε | να ανασηκώσουμε | |||
| β' πληθ. | ανασηκώσατε | θα ανασηκώσετε | να ανασηκώσετε | ανασηκώστε | ||
| γ' πληθ. | ανασήκωσαν ανασηκώσαν(ε) |
θα ανασηκώσουν(ε) | να ανασηκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανασηκώσει | είχα ανασηκώσει | θα έχω ανασηκώσει | να έχω ανασηκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανασηκώσει | είχες ανασηκώσει | θα έχεις ανασηκώσει | να έχεις ανασηκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανασηκώσει | είχε ανασηκώσει | θα έχει ανασηκώσει | να έχει ανασηκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανασηκώσει | είχαμε ανασηκώσει | θα έχουμε ανασηκώσει | να έχουμε ανασηκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανασηκώσει | είχατε ανασηκώσει | θα έχετε ανασηκώσει | να έχετε ανασηκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανασηκώσει | είχαν ανασηκώσει | θα έχουν ανασηκώσει | να έχουν ανασηκώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.