set up
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | set up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sets up |
| αόριστος | set up |
| παθητική μετοχή | set up |
| ενεργητική μετοχή | setting up |
Ρήμα
set up (en)
- (μεταβατικό) τακτοποιώ, παρέχω σε κάποιον τα χρήματα ή άλλα μέσα που χρειάζεται για να κάνει κάτι
- (μεταβατικό) ιδρύω, δημιουργώ κάτι ή το ξεκινάω
- (μεταβατικό) οργανώνω, διοργανώνω, κανονίζω να γίνει κάτι
- στήνω, ετοιμάζω κάτι για χρήση
- διευθετώ, διατάσσω
- διαμορφώνω συνθήκες παγίδας, στήνω
- διατάσσω/παρατάσσω/στήνω/συνδέω εξοπλισμό λειτουργικά
Συγγενικά
Πηγές
- set up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδρύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.