dresser

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dresser (en)

  1. αυτός που ντύνει
  2. αυτός που ντύνεται κατά ένα ορισμένο τρόπο
  3. ο βοηθός γκαρνταρόμπας σε ένα θέατρο, ο αμπιγιέρ, η αμπιγιέζ
  4. η σιφονιέρα (έπιπλο)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /dʁɛ.se/
 

Ρήμα

dresser (fr)

  1. γυμνάζω
  2. στήνω
  3. καταρτίζω
  4. ξεσηκώνω
  5. ντρεσάρω
  6. δαμάζω άγρια ζώα
  7. εκπαιδεύω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.