ανοικονόμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοικονόμητος η ανοικονόμητη το ανοικονόμητο
      γενική του ανοικονόμητου της ανοικονόμητης του ανοικονόμητου
    αιτιατική τον ανοικονόμητο την ανοικονόμητη το ανοικονόμητο
     κλητική ανοικονόμητε ανοικονόμητη ανοικονόμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοικονόμητοι οι ανοικονόμητες τα ανοικονόμητα
      γενική των ανοικονόμητων των ανοικονόμητων των ανοικονόμητων
    αιτιατική τους ανοικονόμητους τις ανοικονόμητες τα ανοικονόμητα
     κλητική ανοικονόμητοι ανοικονόμητες ανοικονόμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοικονόμητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνοικονόμητος < αρχαία ελληνική οἰκονομέω / οἰκονομῶ < οἶκος + νέμω

Επίθετο

ανοικονόμητος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.