ανθρωποειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωποειδής η ανθρωποειδής το ανθρωποειδές
      γενική του ανθρωποειδούς* της ανθρωποειδούς του ανθρωποειδούς
    αιτιατική τον ανθρωποειδή την ανθρωποειδή το ανθρωποειδές
     κλητική ανθρωποειδή(ς) ανθρωποειδής ανθρωποειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωποειδείς οι ανθρωποειδείς τα ανθρωποειδή
      γενική των ανθρωποειδών των ανθρωποειδών των ανθρωποειδών
    αιτιατική τους ανθρωποειδείς τις ανθρωποειδείς τα ανθρωποειδή
     κλητική ανθρωποειδείς ανθρωποειδείς ανθρωποειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθρωποειδής < αρχαία ελληνική ἀνθρωποειδής[1] [2] < ἄνθρωπος + -ειδής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anthropoïde)[1])

Επίθετο

ανθρωποειδής

  1. που μοιάζει με άνθρωπο, που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά
     συνώνυμα: ανθρωπόμορφος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ανθρωποειδές

Μεταφράσεις

  1. ανθρωποειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ανθρωποειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.