humanoid
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
ενικός αριθμός: humanoid (en)
πληθυντικός αριθμός: humanoids (en)
- για ανθρωπομορφικό ον σύμφωνα με κάποια κριτήρια (φυσικά, νοητικά, γενετικά, ηθολογικά, ηθικά κτλ.)
Επίθετο
humanoid (en) ενικός και πληθυντικός
- για ανθρωπομορφικό ον σύμφωνα με κάποια κριτήρια (φυσικά, νοητικά, γενετικά, ηθολογικά, ηθικά κτλ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.