ανθολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ανθολόγος | οι | ανθολόγοι |
| γενική | του/της | ανθολόγου | των | ανθολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ανθολόγο | τους/τις | ανθολόγους |
| κλητική | ανθολόγε | ανθολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνθολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -λόγος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ανθολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.