ανθολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανθολογώ < αρχαία ελληνική ἀνθολογέω / ἀνθολογῶ
Ρήμα
ανθολογώ (παθητική φωνή: ανθολογούμαι)
- (παρωχημένο) μαζεύω λουλούδια
- (μεταφορικά) συλλέγω αντιπροσωπευτικά ή ενδιαφέροντα κείμενα (ποιήματα ή πεζά), προκειμένου να καταρτίσω μια ανθολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανθολογώ | ανθολογούσα | θα ανθολογώ | να ανθολογώ | ανθολογώντας | |
| β' ενικ. | ανθολογείς | ανθολογούσες | θα ανθολογείς | να ανθολογείς | (ανθολόγει) | |
| γ' ενικ. | ανθολογεί | ανθολογούσε | θα ανθολογεί | να ανθολογεί | ||
| α' πληθ. | ανθολογούμε | ανθολογούσαμε | θα ανθολογούμε | να ανθολογούμε | ||
| β' πληθ. | ανθολογείτε | ανθολογούσατε | θα ανθολογείτε | να ανθολογείτε | ανθολογείτε | |
| γ' πληθ. | ανθολογούν(ε) | ανθολογούσαν(ε) | θα ανθολογούν(ε) | να ανθολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανθολόγησα | θα ανθολογήσω | να ανθολογήσω | ανθολογήσει | ||
| β' ενικ. | ανθολόγησες | θα ανθολογήσεις | να ανθολογήσεις | ανθολόγησε | ||
| γ' ενικ. | ανθολόγησε | θα ανθολογήσει | να ανθολογήσει | |||
| α' πληθ. | ανθολογήσαμε | θα ανθολογήσουμε | να ανθολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανθολογήσατε | θα ανθολογήσετε | να ανθολογήσετε | ανθολογήστε | ||
| γ' πληθ. | ανθολόγησαν ανθολογήσαν(ε) |
θα ανθολογήσουν(ε) | να ανθολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανθολογήσει | είχα ανθολογήσει | θα έχω ανθολογήσει | να έχω ανθολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανθολογήσει | είχες ανθολογήσει | θα έχεις ανθολογήσει | να έχεις ανθολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανθολογήσει | είχε ανθολογήσει | θα έχει ανθολογήσει | να έχει ανθολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανθολογήσει | είχαμε ανθολογήσει | θα έχουμε ανθολογήσει | να έχουμε ανθολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανθολογήσει | είχατε ανθολογήσει | θα έχετε ανθολογήσει | να έχετε ανθολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανθολογήσει | είχαν ανθολογήσει | θα έχουν ανθολογήσει | να έχουν ανθολογήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.