ανθολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθολόγημα τα ανθολογήματα
      γενική του ανθολογήματος των ανθολογημάτων
    αιτιατική το ανθολόγημα τα ανθολογήματα
     κλητική ανθολόγημα ανθολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθολόγημα < ανθολογώ + -μα

Ουσιαστικό

ανθολόγημα ουδέτερο

  1. μάζεμα λουλουδιών
  2. (μεταφορικά) ανθολόγηση, ανθολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.