ανεπίπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπίπλαστος | η | ανεπίπλαστη | το | ανεπίπλαστο |
| γενική | του | ανεπίπλαστου | της | ανεπίπλαστης | του | ανεπίπλαστου |
| αιτιατική | τον | ανεπίπλαστο | την | ανεπίπλαστη | το | ανεπίπλαστο |
| κλητική | ανεπίπλαστε | ανεπίπλαστη | ανεπίπλαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπίπλαστοι | οι | ανεπίπλαστες | τα | ανεπίπλαστα |
| γενική | των | ανεπίπλαστων | των | ανεπίπλαστων | των | ανεπίπλαστων |
| αιτιατική | τους | ανεπίπλαστους | τις | ανεπίπλαστες | τα | ανεπίπλαστα |
| κλητική | ανεπίπλαστοι | ανεπίπλαστες | ανεπίπλαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπίπλαστος < αν- (στερητικό α-) + επίπλαστος < ελληνιστική κοινή ἐπίπλαστος < ἐπί (επί-) + αρχαία ελληνική πλαστός < πλάθω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.neˈpi.pla.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐πί‐πλα‐στος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανεπίπλαστος
|
→ δείτε τις λέξεις αληθινός και πραγματικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.