επίπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίπλαστος | η | επίπλαστη | το | επίπλαστο |
| γενική | του | επίπλαστου | της | επίπλαστης | του | επίπλαστου |
| αιτιατική | τον | επίπλαστο | την | επίπλαστη | το | επίπλαστο |
| κλητική | επίπλαστε | επίπλαστη | επίπλαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίπλαστοι | οι | επίπλαστες | τα | επίπλαστα |
| γενική | των | επίπλαστων | των | επίπλαστων | των | επίπλαστων |
| αιτιατική | τους | επίπλαστους | τις | επίπλαστες | τα | επίπλαστα |
| κλητική | επίπλαστοι | επίπλαστες | επίπλαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίπλαστος < ελληνιστική κοινή ἐπίπλαστος < ἐπί + αρχαία ελληνική πλαστός < πλάθω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.pla.stos/
Συγγενικά
- ανεπίπλαστος
- επίπλαστα
- επιπλάστως
- → δείτε τις λέξεις πλαστός και πλάθω
Μεταφράσεις
επίπλαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.