ανεκμετάλλευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεκμετάλλευτος | η | ανεκμετάλλευτη | το | ανεκμετάλλευτο |
| γενική | του | ανεκμετάλλευτου | της | ανεκμετάλλευτης | του | ανεκμετάλλευτου |
| αιτιατική | τον | ανεκμετάλλευτο | την | ανεκμετάλλευτη | το | ανεκμετάλλευτο |
| κλητική | ανεκμετάλλευτε | ανεκμετάλλευτη | ανεκμετάλλευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεκμετάλλευτοι | οι | ανεκμετάλλευτες | τα | ανεκμετάλλευτα |
| γενική | των | ανεκμετάλλευτων | των | ανεκμετάλλευτων | των | ανεκμετάλλευτων |
| αιτιατική | τους | ανεκμετάλλευτους | τις | ανεκμετάλλευτες | τα | ανεκμετάλλευτα |
| κλητική | ανεκμετάλλευτοι | ανεκμετάλλευτες | ανεκμετάλλευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεκμετάλλευτος (λόγιο) < α- στερητικό + εκμεταλλεύομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
ανεκμετάλλευτος
- αναξιοποίητος, που δεν έχει αξιοποιηθεί (συχνότερα κυρίως γιια τον εθνικό πλούτο και πάντως όχι για έμψυχα)
- ανεκμετάλλευτος ορυκτός πλούτος, δασικός πλούτος
- Δεν αφήνουν τίποτα ανεκμετάλλευτο, βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι, όλα τα έχουν εμπορευματοποιήσει
Μεταφράσεις
ανεκμετάλλευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.