ξίγκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξίγκι τα ξίγκια
      γενική του ξιγκιού των ξιγκιών
    αιτιατική το ξίγκι τα ξίγκια
     κλητική ξίγκι ξίγκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξίγκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξύγκι(ν) με ορθογραφική απλοποίηση του ύψιλον σε γιώτα < ὀξύγκιν με συμπροφορά με το άρθρο και ανασυλλαβισμό to-oksi > toksi > to-ksi < ελληνιστική κοινή ὀξύγγιον, υποκοριστικό του ἀξουγγία < λατινική axungia[1] < axis + ungo

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksiŋ.ɟi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξίγκι

Ουσιαστικό

ξίγκι ουδέτερο

  • ξίγγι (ετυμολογική γραφή)[2]
  • ξύγκι (ετυμολογική γραφή)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ξίγκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.