εμπορευματοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπορευματοποιώ < εμπόρευμα και ποιώ

Ρήμα

εμπορευματοποιώ

  1. μετατρέπω σε εμπόρευμα κάτι που από τη φύση του ή κοινωνικά θεωρείται είτε αγαθό είτε μη εμπορεύσιμο, δηλαδή που ο πολιτισμός δεν το αποδέχεται ως αποδεκτή πηγή κέρδους σε μεγάλη κλίμακα ή και απολύτως
    εμπορευματοποιούν το νερό, τον έρωτα, τα δάση, την παιδεία, τα γλυπτά του Παρθενώνα, την τέχνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.