αναχώρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναχώρηση οι αναχωρήσεις
      γενική της αναχώρησης* των αναχωρήσεων
    αιτιατική την αναχώρηση τις αναχωρήσεις
     κλητική αναχώρηση αναχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναχώρη(σις) (υποχώρηση, επιστροφή) + -ση & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική depart [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈzo.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναχώρηση

Ουσιαστικό

αναχώρηση θηλυκό

  1. το ξεκίνημα ενός ταξιδιού (λέγεται για τους ταξιδιώτες ή τα συγκοινωνιακά μέσα)
    αίθουσα αναχωρήσεων
  2. (συνεκδοχικά) το να εγκαταλείπει κάποιος την κοσμική ζωή και να μονάζει

Συνώνυμα

δείτε επίσης:

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.