αναχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναχώρηση | οι | αναχωρήσεις |
| γενική | της | αναχώρησης* | των | αναχωρήσεων |
| αιτιατική | την | αναχώρηση | τις | αναχωρήσεις |
| κλητική | αναχώρηση | αναχωρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναχωρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναχώρη(σις) (υποχώρηση, επιστροφή) + -ση & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική depart [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈzo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐χώ‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
αναχώρηση θηλυκό
- το ξεκίνημα ενός ταξιδιού (λέγεται για τους ταξιδιώτες ή τα συγκοινωνιακά μέσα)
- ↪ αίθουσα αναχωρήσεων
- (συνεκδοχικά) το να εγκαταλείπει κάποιος την κοσμική ζωή και να μονάζει
Συγγενικά
- αναχωρώ
- αναχωρητής
- αναχωρητικός
- αναχωρητισμός
- αναχωρητήριο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αναχώρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.