αναχωρητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναχωρητήριο τα αναχωρητήρια
      γενική του αναχωρητήριου
& αναχωρητηρίου
των αναχωρητήριων
& αναχωρητηρίων
    αιτιατική το αναχωρητήριο τα αναχωρητήρια
     κλητική αναχωρητήριο αναχωρητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναχωρητήριο < μεσαιωνική ελληνική ἀναχωρητήριον < (ελληνιστική κοινή) ἀναχωρητής < αρχαία ελληνική ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ < χωρέω / χωρῶ

Ουσιαστικό

αναχωρητήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.