αναχωρητισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναχωρητισμός οι αναχωρητισμοί
      γενική του αναχωρητισμού των αναχωρητισμών
    αιτιατική τον αναχωρητισμό τους αναχωρητισμούς
     κλητική αναχωρητισμέ αναχωρητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναχωρητισμός < από την ελληνογενή (λόγιο δάνειο) γαλλική anachorétisme[1] < αρχαία ελληνική ἀναχώρησις + σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική départ

Ουσιαστικό

αναχωρητισμός αρσενικό

  • η τάση για απομάκρυνση από την κοινωνική ζωή και δράση προς τον τρόπο ζωής του αναχωρητή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.