αναστήλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστήλωση οι αναστηλώσεις
      γενική της αναστήλωσης* των αναστηλώσεων
    αιτιατική την αναστήλωση τις αναστηλώσεις
     κλητική αναστήλωση αναστηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναστήλωση < ελληνιστική κοινή ἀναστήλωσις < ἀνά + αρχαία ελληνική στήλη

Ουσιαστικό

αναστήλωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.