αναστύλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστύλωση οι αναστυλώσεις
      γενική της αναστύλωσης* των αναστυλώσεων
    αιτιατική την αναστύλωση τις αναστυλώσεις
     κλητική αναστύλωση αναστυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναστύλωση < αναστυλώνω + -ση

Ουσιαστικό

αναστύλωση θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) άλλη γραφή του αναστήλωση
  2. (αρχιτεκτονική) η υποστήριξη μιας κατασκευής με στύλους
  3. αναστύλωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.