εικονομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονομαχία οι εικονομαχίες
      γενική της εικονομαχίας των εικονομαχιών
    αιτιατική την εικονομαχία τις εικονομαχίες
     κλητική εικονομαχία εικονομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονομαχία < μεσαιωνική ελληνική < εικονομάχος

Ουσιαστικό

εικονομαχία θηλυκό

  • θρησκευτική και πολιτική διαμάχη που συντάραξε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 8ο και 9ο αιώνα· προκλήθηκε από την απόφαση των Ισαύρων αυτοκρατόρων να απαγορεύσουν τη λατρεία των θρησκευτικών εικόνων ως ειδωλολατρική και χώρισε το λαό και την εκκλησία σε εικονομάχουςεικονοκλάστες) και εικονολάτρες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.