αναθεώρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναθεώρηση | οι | αναθεωρήσεις |
| γενική | της | αναθεώρησης* | των | αναθεωρήσεων |
| αιτιατική | την | αναθεώρηση | τις | αναθεωρήσεις |
| κλητική | αναθεώρηση | αναθεωρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναθεωρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναθεώρηση < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεώρησις < (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρέω - ἀναθεωρῶ
Ουσιαστικό
αναθεώρηση θηλυκό
- νέα θεώρηση μιας άποψης ή κατάστασης, ανασκευή, αλλαγή, τροποποίηση, επανεξέταση, ανάκληση προηγούμενων αποφάσεων
- αναθεώρηση δίκης, αναθεώρηση απόψεων, αναθεώρηση συντάγματος, αναθεώρηση ιδεολογικού δόγματος
- (πληροφορική) revision: προσθήκη βελτίωσης σε μεμονωμένο πρόγραμμα ή ολόκληρο λογισμικό, η οποία όταν είναι σε μικρή έκταση πρόκειται για επίθεμα (patch), ενώ σε μεγάλη για νέα έκδοση (version)
Συγγενικά
Σύνθετα
- επαναθεώρηση
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.