αναθεωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναθεωρητικός | η | αναθεωρητική | το | αναθεωρητικό |
| γενική | του | αναθεωρητικού | της | αναθεωρητικής | του | αναθεωρητικού |
| αιτιατική | τον | αναθεωρητικό | την | αναθεωρητική | το | αναθεωρητικό |
| κλητική | αναθεωρητικέ | αναθεωρητική | αναθεωρητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναθεωρητικοί | οι | αναθεωρητικές | τα | αναθεωρητικά |
| γενική | των | αναθεωρητικών | των | αναθεωρητικών | των | αναθεωρητικών |
| αιτιατική | τους | αναθεωρητικούς | τις | αναθεωρητικές | τα | αναθεωρητικά |
| κλητική | αναθεωρητικοί | αναθεωρητικές | αναθεωρητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναθεωρητικός < ἀναθεωρητικός στην καθαρεύουσα < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρῶ
Επίθετο
αναθεωρητικός
- εκείνος που αναθεωρεί, επανεξετάζει απόψεις
- εκείνος που έχει επισήμως την αρμοδιότητα να αναθεωρεί αποφάσεις, διατάξεις
Εκφράσεις
- αναθεωρητική βουλή: εκείνη που ορίζεται να αλλάξει άρθρα του Συντάγματος
- αναθεωρητικό δικαστήριο: εκείνο που εκδικάζει σε δεύτερο βαθμό υποθέσεις του στρατοδικείου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.