αναθεωρητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναθεωρητισμός | οι | αναθεωρητισμοί |
| γενική | του | αναθεωρητισμού | των | αναθεωρητισμών |
| αιτιατική | τον | αναθεωρητισμό | τους | αναθεωρητισμούς |
| κλητική | αναθεωρητισμέ | αναθεωρητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναθεωρητισμός < αναθεωρητής + -ισμός < αναθεωρώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική révisionnisme)
Ουσιαστικό
αναθεωρητισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) αναθεωρητική τάση επί φιλοσοφικών ιδεών
- (ιστορία) ιστορική αναθεώρηση κυρίως με πολιτικά κίνητρα και σπανιότερα επιστημονικά
- (νεολογισμός) η αναθεώρηση ή η προσπάθεια αναθεώρησης τού στάτους κβο, των συμφωνιών, της υπάρχουσας κατάστασης κ.λπ.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναθεωρητής, αναθεωρώ και θεωρώ
Μεταφράσεις
αναθεωρητισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.