αναθεωρητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναθεωρητής | οι | αναθεωρητές |
| γενική | του | αναθεωρητή | των | αναθεωρητών |
| αιτιατική | τον | αναθεωρητή | τους | αναθεωρητές |
| κλητική | αναθεωρητή | αναθεωρητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναθεωρητής < (αναθεωρώ) αναθεωρη- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική révisionniste, réviseur ή από τη ρωσική ревизионистский (revizionístskij) [1]
Ουσιαστικό
αναθεωρητής αρσενικό (θηλυκό αναθεωρήτρια)
- (γενικότερα) που επανεκτιμά, επανεξετάζει ή ακυρώνει κάτι παλιότερο, όπως μια κρίση, απόφαση ή προσέγγιση· που αναθεωρεί ευρύτερα παραδεκτές ή παγιωμένες απόψεις, αντιλήψεις
- διανοούμενος ή πολιτικός που αναθεωρεί τον κλασικό μαρξισμό
- ιστορικός που αναθεωρεί τον ευρύτερα αποδεκτό τρόπο που αποτιμάται ο ναζισμός, όπως και τα εγκλήματά του (κυρίως η γενοκτονία των Ερβαίων)
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αναθεωρητής
|
Αναφορές
- αναθεωρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.