αναδευτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναδευτήρας οι αναδευτήρες
      γενική του αναδευτήρα των αναδευτήρων
    αιτιατική τον αναδευτήρα τους αναδευτήρες
     κλητική αναδευτήρα αναδευτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδευτήρας < αναδεύω + -τήρας
Αναδευτήρες καφέ.

Ουσιαστικό

αναδευτήρας αρσενικό

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σημειώσεις

Σημειώσεις επισκεπτών:

  • περιγραφή: Η κεφαλή ανάδευσης ή ταράγματος μοιάζει με ρόπαλο που το σχηματίζουν τόξα από σύρμα, παράλληλα του μήκους του εργαλείου. Τα τόξα συνήθως ισαπέχουν ανά κάποιες μοίρες και ενώνονται στη λαβή και με τον πόλο ταράγματος.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.