αναδευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναδευτήρας | οι | αναδευτήρες |
| γενική | του | αναδευτήρα | των | αναδευτήρων |
| αιτιατική | τον | αναδευτήρα | τους | αναδευτήρες |
| κλητική | αναδευτήρα | αναδευτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναδευτήρας αρσενικό
Εκφράσεις
- χειροκίνητος αναδευτήρας
- μαγνητικός αναδευτήρας (συσκευή χημικού εργαστηρίου)
- μηχανοκίνητος αναδευτήρας
Συνώνυμα
- αναδευτήρι (συνήθως για μικρότερα εργαλεία)
- αναμικτήρας
- αναμικτήρι
- χτυπητήρι (μαγειρική)
- αβγοδάρτης (ειδικά για αβγά)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναδεύω
Σημειώσεις
Σημειώσεις επισκεπτών:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_(cropped).jpg.webp)