μπλέντερ
Νέα ελληνικά (el)

ηλεκτρικό μπλέντερ
Ετυμολογία
- μπλέντερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blender < blend + -er < πρωτογερμανική *blandaną (ανακατεύω, αναμειγνύω, συνδυάζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰlendʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈblen.der/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπλέ‐ντερ
Ουσιαστικό
μπλέντερ ουδέτερο άκλιτο
- χειροκίνητη ή ηλεκτρική συσκευή για το κόψιμο ή την πολτοποίηση υλικών για την προετοιμασία σαλατών, φαγητών, γλυκών κ.λπ.
-
Blender στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.