μίξερ

Νέα ελληνικά (el)

Ανακάτεμα ζύμης σε μίξερ

Ετυμολογία

μίξερ < αγγλική mixer

Ουσιαστικό

μίξερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (κουζινικά) το μηχάνημα ή το σκεύος με το οποίο ανακατώνουμε ή συνθλίβουμε φαγώσιμα ώστε να γίνουν πολτός ή χυμός
  2. μηχανικός εξοπλισμός για ανάμιξη και ομογενοποίηση υλικών σε μορφή πολφού, αναμικτήριο / αναμικτήρας
  3. κονσόλα που χρησιμοποιείται για μίξη τραγουδιών, ιδιαίτερα απο disc jockey

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.