ανήλιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανήλιαστος | η | ανήλιαστη | το | ανήλιαστο |
| γενική | του | ανήλιαστου | της | ανήλιαστης | του | ανήλιαστου |
| αιτιατική | τον | ανήλιαστο | την | ανήλιαστη | το | ανήλιαστο |
| κλητική | ανήλιαστε | ανήλιαστη | ανήλιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανήλιαστοι | οι | ανήλιαστες | τα | ανήλιαστα |
| γενική | των | ανήλιαστων | των | ανήλιαστων | των | ανήλιαστων |
| αιτιατική | τους | ανήλιαστους | τις | ανήλιαστες | τα | ανήλιαστα |
| κλητική | ανήλιαστοι | ανήλιαστες | ανήλιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.