δυσήλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσήλιος η δυσήλια το δυσήλιο
      γενική του δυσήλιου της δυσήλιας του δυσήλιου
    αιτιατική τον δυσήλιο τη δυσήλια το δυσήλιο
     κλητική δυσήλιε δυσήλια δυσήλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσήλιοι οι δυσήλιες τα δυσήλια
      γενική των δυσήλιων των δυσήλιων των δυσήλιων
    αιτιατική τους δυσήλιους τις δυσήλιες τα δυσήλια
     κλητική δυσήλιοι δυσήλιες δυσήλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσήλιος < αρχαία ελληνική δυσήλιος < δυσ- + ἥλιος

Επίθετο

δυσήλιος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.