ανάμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάμα τα ανάματα
      γενική του ανάματος των αναμάτων
    αιτιατική το ανάμα τα ανάματα
     κλητική ανάμα ανάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νάμα με ανάπτυξη προτακτικού α- από συμπροφορά με το αόριστο άρθρο και ανασυλλαβισμό ˈena ˈnama > enˈanama.[1] Δείτε και αρχαία ελληνική νᾶμα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάμα
τονικό παρώνυμο: άναμμα

Ουσιαστικό

ανάμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.