ανάλλαγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάλλαγος η ανάλλαγη το ανάλλαγο
      γενική του ανάλλαγου της ανάλλαγης του ανάλλαγου
    αιτιατική τον ανάλλαγο την ανάλλαγη το ανάλλαγο
     κλητική ανάλλαγε ανάλλαγη ανάλλαγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάλλαγοι οι ανάλλαγες τα ανάλλαγα
      γενική των ανάλλαγων των ανάλλαγων των ανάλλαγων
    αιτιατική τους ανάλλαγους τις ανάλλαγες τα ανάλλαγα
     κλητική ανάλλαγοι ανάλλαγες ανάλλαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανάλλαγος < αν- + αλλαγή + -ος

Επίθετο

ανάλλαγος, -η, -ο

  1. που δεν έχει μεταβληθεί
     συνώνυμα: αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απαράλλαχτος
  2. που δεν έχει αλλάξει ρούχα ή εσώρουχα, που φοράει βρόμικα
    Παιδιά μ’, γιατί ’στε ανάλλαγα, γιατί ’στε λερωμένα; / Είμαστ’ από τον πόλεμο... (Στίχοι δημοτικού τραγουδιού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.