ανάλλαγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάλλαγος | η | ανάλλαγη | το | ανάλλαγο |
| γενική | του | ανάλλαγου | της | ανάλλαγης | του | ανάλλαγου |
| αιτιατική | τον | ανάλλαγο | την | ανάλλαγη | το | ανάλλαγο |
| κλητική | ανάλλαγε | ανάλλαγη | ανάλλαγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάλλαγοι | οι | ανάλλαγες | τα | ανάλλαγα |
| γενική | των | ανάλλαγων | των | ανάλλαγων | των | ανάλλαγων |
| αιτιατική | τους | ανάλλαγους | τις | ανάλλαγες | τα | ανάλλαγα |
| κλητική | ανάλλαγοι | ανάλλαγες | ανάλλαγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανάλλαγος, -η, -ο
- που δεν έχει μεταβληθεί
- που δεν έχει αλλάξει ρούχα ή εσώρουχα, που φοράει βρόμικα
- Παιδιά μ’, γιατί ’στε ανάλλαγα, γιατί ’στε λερωμένα; / Είμαστ’ από τον πόλεμο... (Στίχοι δημοτικού τραγουδιού)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.