αναλλοίωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναλλοίωτος | η | αναλλοίωτη | το | αναλλοίωτο |
| γενική | του | αναλλοίωτου | της | αναλλοίωτης | του | αναλλοίωτου |
| αιτιατική | τον | αναλλοίωτο | την | αναλλοίωτη | το | αναλλοίωτο |
| κλητική | αναλλοίωτε | αναλλοίωτη | αναλλοίωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναλλοίωτοι | οι | αναλλοίωτες | τα | αναλλοίωτα |
| γενική | των | αναλλοίωτων | των | αναλλοίωτων | των | αναλλοίωτων |
| αιτιατική | τους | αναλλοίωτους | τις | αναλλοίωτες | τα | αναλλοίωτα |
| κλητική | αναλλοίωτοι | αναλλοίωτες | αναλλοίωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναλλοίωτος < αρχαία ελληνική ἀναλλοίωτος < ἀλλοιόω / ἀλλοιῶ < ἄλλος < πρωτοελληνική *áľľos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos < *h₂el- (άλλος) (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inaltérable)
Επίθετο
αναλλοίωτος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αναλλοίωτα
- → δείτε τις λέξεις αλλοιώνω και άλλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.