απαράλλαχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαράλλαχτος | η | απαράλλαχτη | το | απαράλλαχτο |
| γενική | του | απαράλλαχτου | της | απαράλλαχτης | του | απαράλλαχτου |
| αιτιατική | τον | απαράλλαχτο | την | απαράλλαχτη | το | απαράλλαχτο |
| κλητική | απαράλλαχτε | απαράλλαχτη | απαράλλαχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαράλλαχτοι | οι | απαράλλαχτες | τα | απαράλλαχτα |
| γενική | των | απαράλλαχτων | των | απαράλλαχτων | των | απαράλλαχτων |
| αιτιατική | τους | απαράλλαχτους | τις | απαράλλαχτες | τα | απαράλλαχτα |
| κλητική | απαράλλαχτοι | απαράλλαχτες | απαράλλαχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαράλλαχτος < απαράλλακτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.paˈɾa.la.xtos/
Μεταφράσεις
απαράλλαχτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.