αναλλαξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλλαξιά οι αναλλαξιές
      γενική της αναλλαξιάς των αναλλαξιών
    αιτιατική την αναλλαξιά τις αναλλαξιές
     κλητική αναλλαξιά αναλλαξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναλλαξιά < αν- + αλλάζω (άλλαξα) + -ιά

Ουσιαστικό

αναλλαξιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.