immutable

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

immutable < im- στερητικό + mutable

Επίθετο

immutable (en)

  1. αμετάβλητος, απαράλλακτος
  2. που δεν επιδέχεται μεταβολή, σταθερός, αμετάτρεπτος
  3. (πληροφορική) αμετάβλητη, για δομή δεδομέων
    δείτε επίσης: Immutable object στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.