ανάλλαχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάλλαχτος | η | ανάλλαχτη | το | ανάλλαχτο |
| γενική | του | ανάλλαχτου | της | ανάλλαχτης | του | ανάλλαχτου |
| αιτιατική | τον | ανάλλαχτο | την | ανάλλαχτη | το | ανάλλαχτο |
| κλητική | ανάλλαχτε | ανάλλαχτη | ανάλλαχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάλλαχτοι | οι | ανάλλαχτες | τα | ανάλλαχτα |
| γενική | των | ανάλλαχτων | των | ανάλλαχτων | των | ανάλλαχτων |
| αιτιατική | τους | ανάλλαχτους | τις | ανάλλαχτες | τα | ανάλλαχτα |
| κλητική | ανάλλαχτοι | ανάλλαχτες | ανάλλαχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάλλαχτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάλλακτος
Επίθετο
ανάλλαχτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ανάλλαγος
- ※ Ανάλλαχτος είχε μείνει ο Μακρής κι ας διαβήκαν από τότε που χωρίσαμε δέκα ακέρια χρόνια. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Μεταφράσεις
ανάλλαχτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.