ανάκουστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάκουστος | η | ανάκουστη | το | ανάκουστο |
| γενική | του | ανάκουστου | της | ανάκουστης | του | ανάκουστου |
| αιτιατική | τον | ανάκουστο | την | ανάκουστη | το | ανάκουστο |
| κλητική | ανάκουστε | ανάκουστη | ανάκουστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάκουστοι | οι | ανάκουστες | τα | ανάκουστα |
| γενική | των | ανάκουστων | των | ανάκουστων | των | ανάκουστων |
| αιτιατική | τους | ανάκουστους | τις | ανάκουστες | τα | ανάκουστα |
| κλητική | ανάκουστοι | ανάκουστες | ανάκουστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάκουστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάκουστος (κουφός) < αρχαία ελληνική ἀκούω
Επίθετο
ανάκουστος, -η, -ο
- που δεν ακούει
- που δεν ακούγεται ή που μόλις ακούγεται
- που δεν ακούμε κάτι γι’ αυτόν, που δεν μαθαίνουμε νέα του
- «Α! Η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του. «Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη, και αμελέτητη και δουλεύτρα. Ω νά 'μουνα ελεύτερος!» «Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η Τιμή και το Χρήμα/Κεφάλαιο Γ')
- ≈ συνώνυμα: άφαντος
- που ακούγεται για πρώτη φορά, που δεν έχει ξανακουστεί
- ≈ συνώνυμα: πρωτάκουστος
- Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους / ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Γ)
- (κατ’ επέκταση) μοναδικός, θαυμαστός, θαυμάσιος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακούω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.